παρακαλλύνω

παρακαλλύνω
Α
(κατά τον Ησύχ.) καθαρίζω, ευτρεπίζω, εξωραΐζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρακάλλυνον — παρακάλλῡνον , παρακαλλύνω aor imperat act 2nd sg παρακάλλῡνον , παρακαλλύνω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) παρακάλλῡνον , παρακαλλύνω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλύνω — (AM καλλύνω) καθιστώ ωραίο κάτι, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ομορφαίνω («πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη», Σοφ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω («ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται σφίσιν ἐπιμελῶς», Πολ.) 2. παρουσιάζω κάτι ως καλό («εὐδιάβολον κακὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”